- εμπορπώ
- (-άω) (Α ἐμπορπῶ, -άω, ιων. τ. ἐμπορπέω)1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» — που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη στον ώμο ιμάτιο, Λυκούργ.).
Dictionary of Greek. 2013.